попятиться - ορισμός. Τι είναι το попятиться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι попятиться - ορισμός


попятиться      
сов.
1) Пятясь, отодвинуться, отступить назад.
2) перен. разг. Отступить от чего-л., перестать придерживаться чего-л.
попятиться      
ПОП'ЯТИТЬСЯ, попячусь, попятишься. ·совер. к пятиться
. "Он попятился к двери, вышел на улицу и поплелся." Чехов.
ПОПЯТИТЬСЯ      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για попятиться
1. Сплоченная воля народа заставит власть попятиться!
2. У него ума хватило попятиться: "Вы не горячитесь, - это он мне говорит.
3. И только 3 млн. стариков, вышедших на улицы в январе-марте, заставили вас немного попятиться.
4. На прошлой неделе и "ра­ка" из спортивной троицы заставили попятиться назад.
5. Тем более что это так легко: если попятиться назад, чтобы большое виделось на расстояньи, почти неминуемо попадешь в открытый канализационный люк...
Τι είναι попятиться - ορισμός